ταραντέλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ταραντέλα < (άμεσο δάνειο) ιταλική tarantella < taranta (η δηλητηριώδης αράχνη Lycosa tarantula) < υποκοριστικό του Taranto < λατινική Tarentum < αρχαία ελληνική Τάρας (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
ταραντέλα θηλυκό
- (μουσική, λαογραφία) παραδοσιακός χορός με γρήγορο ρυθμό, καθώς και η αντίστοιχη μελωδία, από τη Νότιο Ιταλία, που σχετίζεται με την διονυσιακής υφής τελετουργία του ταραντισμού της Απουλίας
Συγγενικά επεξεργασία
Σημειώσεις επεξεργασία
- Βαθμιαία η ονομασία ταραντέλα δόθηκε σε διάφορους λαϊκούς χορούς της Νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας. Επίσης, χρησιμοποιήθηκε και για μια «εξευγενισμένη» εκδοχή του ως ζευγαρωτού, ερωτικού χορού:
- ※ Εγώ να λέω «μίλα ρε» κι αυτός να λέει «Μιρέλα» / ταγκό του χόρευα εγώ κι εκείνος ταραντέλα («Μιρέλα», στίχοι/μουσική: Σπύρος Γραμμένος, εκτέλεση: Μιρέλα Πάχου, 2016)
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ταραντέλα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
ταραντέλα