Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ταγκό < (άμεσο δάνειο) ισπανική tango
 
ένα ζευγάρι χορευτών ταγκό

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ταγκό και τάγκο ουδέτερο άκλιτο

  1. (χορός) είδος χορού που προέρχεται από την Λατινική Αμερική, σε ρυθμό 2/4 ή 4/4
  2. η μουσική για αυτόν τον χορό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

ταγκό