ταγκό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταγκό < (άμεσο δάνειο) ισπανική tango
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταγκό και τάγκο ουδέτερο άκλιτο
- (χορός) είδος χορού που προέρχεται από την Λατινική Αμερική, σε ρυθμό 2/4 ή 4/4
- η μουσική για αυτόν τον χορό
Δείτε επίσης
επεξεργασία- ταγκό στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαταγκό