λυκόζη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | λυκόζη | οι | λυκόζες |
γενική | της | λυκόζης | των | λυκοζών |
αιτιατική | τη | λυκόζη | τις | λυκόζες |
κλητική | λυκόζη | λυκόζες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- λυκόζη < νεολατινική Lycosa < αρχαία ελληνική λύκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
λυκόζη θηλυκό
- (εντομολογία) ταξινομικό γένος αραχνών της οικογένειας Lycosinae
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη λύκος