ταραντουλισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταραντουλισμός < ταραντούλ(α) + -ισμός (από την ιταλική, μέσω ίσως της γαλλικής ή αγγλικής γλώσσας)(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταραντουλισμός αρσενικό
- (σπάνιο) (λαογραφία, παραδοσιακή ιατρική) άλλη μορφή του ταραντισμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία ταραντουλισμός