Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τάνυση οι τανύσεις
      γενική της τάνυσης* των τανύσεων
    αιτιατική την τάνυση τις τανύσεις
     κλητική τάνυση τανύσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, τανύσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάνυση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάνυ(σις) + -ση < τανύω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈta.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τά‐νυ‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάνυση θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • τάνυσηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)