Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τάνυσῐς αἱ τανύσεις
      γενική τῆς τανύσεως τῶν τανύσεων
      δοτική τῇ τανύσει ταῖς τανύσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν τάνυσῐν τὰς τανύσεις
     κλητική ! τάνυσῐ τανύσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τανύσει
γεν-δοτ τοῖν  τανυσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τάνυσις < τανύ(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τάνυσις, -εως θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία