Ετυμολογία

επεξεργασία
τανύζω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τανύω[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /taˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐νύ‐ζω

τανύζω, αόρ.: τάνυσα, παθ.φωνή: τανύζομαι, π.αόρ.: τανύστηκα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία