↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύμφαση οι συμφάσεις
      γενική της σύμφασης* των συμφάσεων
    αιτιατική τη σύμφαση τις συμφάσεις
     κλητική σύμφαση συμφάσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συμφάσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύμφαση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύμφα(σις) + -ση. Μορφολογικά αναλύεται σε σύμ- + φάση. [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈsiɱ.fa.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύμ‐φα‐ση
παρώνυμο: σύμβαση

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σύμφαση θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις συν, φαίνομαι και φάση

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σύμφασηΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)