↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχολιαρόπαιδο τα σχολιαρόπαιδα
      γενική του σχολιαρόπαιδου των σχολιαρόπαιδων
    αιτιατική το σχολιαρόπαιδο τα σχολιαρόπαιδα
     κλητική σχολιαρόπαιδο σχολιαρόπαιδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχολιαρόπαιδο < σχολειαρόπαιδο (ορθογραφική απλοποίηση) < σχολείο + -ο- + παιδί + -ο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sxo.ʎaˈɾo.pe.ðo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σχολιαρόπαιδο ουδέτερο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία