↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχιστοφυής η σχιστοφυής το σχιστοφυές
      γενική του σχιστοφυούς* της σχιστοφυούς του σχιστοφυούς
    αιτιατική τον σχιστοφυή τη σχιστοφυή το σχιστοφυές
     κλητική σχιστοφυή(ς) σχιστοφυής σχιστοφυές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχιστοφυείς οι σχιστοφυείς τα σχιστοφυή
      γενική των σχιστοφυών των σχιστοφυών των σχιστοφυών
    αιτιατική τους σχιστοφυείς τις σχιστοφυείς τα σχιστοφυή
     κλητική σχιστοφυείς σχιστοφυείς σχιστοφυή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σχιστοφυής < σχιστ(ός) + -ο- + -φυής

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sçi.sto.fiˈis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχι‐στο‐φυ‐ής

  Επίθετο

επεξεργασία

σχιστοφυής, -ής, -ές

  Μεταφράσεις

επεξεργασία