Δείτε επίσης: σφραγιστός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφραγιστικός η σφραγιστική το σφραγιστικό
      γενική του σφραγιστικού της σφραγιστικής του σφραγιστικού
    αιτιατική τον σφραγιστικό τη σφραγιστική το σφραγιστικό
     κλητική σφραγιστικέ σφραγιστική σφραγιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφραγιστικοί οι σφραγιστικές τα σφραγιστικά
      γενική των σφραγιστικών των σφραγιστικών των σφραγιστικών
    αιτιατική τους σφραγιστικούς τις σφραγιστικές τα σφραγιστικά
     κλητική σφραγιστικοί σφραγιστικές σφραγιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφραγιστικός < σφραγίζω + -τικός < αρχαία ελληνική σφραγίζω < σφραγίς

  Επίθετο

επεξεργασία

σφραγιστικός, -ή, -ό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία