Δείτε επίσης: σφραγιστικός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφραγιστός η σφραγιστή το σφραγιστό
      γενική του σφραγιστού της σφραγιστής του σφραγιστού
    αιτιατική τον σφραγιστό τη σφραγιστή το σφραγιστό
     κλητική σφραγιστέ σφραγιστή σφραγιστό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφραγιστοί οι σφραγιστές τα σφραγιστά
      γενική των σφραγιστών των σφραγιστών των σφραγιστών
    αιτιατική τους σφραγιστούς τις σφραγιστές τα σφραγιστά
     κλητική σφραγιστοί σφραγιστές σφραγιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σφραγιστός < (ελληνιστική κοινήσφραγιστός < αρχαία ελληνική σφραγίζω < σφραγίς

  Επίθετο επεξεργασία

σφραγιστός, -ή, -ο

  1. που έχει κλειστεί και σφραγιστεί
  2. που φέρει σφραγίδα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία