σφραγιστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σφραγιστός < (ελληνιστική κοινή) σφραγιστός < αρχαία ελληνική σφραγίζω < σφραγίς
Επίθετο επεξεργασία
σφραγιστός, -ή, -ο
- που έχει κλειστεί και σφραγιστεί
- που φέρει σφραγίδα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σφραγιστός
|