σφραγιστά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφραγιστά < σφραγιστός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίασφραγιστά
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφραγιστά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίασφραγιστά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του σφραγιστός