↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφουγγαράδικος η σφουγγαράδικη το σφουγγαράδικο
      γενική του σφουγγαράδικου της σφουγγαράδικης του σφουγγαράδικου
    αιτιατική τον σφουγγαράδικο τη σφουγγαράδικη το σφουγγαράδικο
     κλητική σφουγγαράδικε σφουγγαράδικη σφουγγαράδικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφουγγαράδικοι οι σφουγγαράδικες τα σφουγγαράδικα
      γενική των σφουγγαράδικων των σφουγγαράδικων των σφουγγαράδικων
    αιτιατική τους σφουγγαράδικους τις σφουγγαράδικες τα σφουγγαράδικα
     κλητική σφουγγαράδικοι σφουγγαράδικες σφουγγαράδικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σφουγγαράδικος < σφουγγαράς + -ικος

  Επίθετο

επεξεργασία

σφουγγαράδικος

  1. που έχει σχέση με σφουγγαρά ή σφουγγαράδικο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (ουσιαστικοποιημένο) σφουγγαράδικο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία