σφουγγαράδικος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σφουγγαράδικος < σφουγγαράς + -ικος
Επίθετο
επεξεργασίασφουγγαράδικος
- που έχει σχέση με σφουγγαρά ή σφουγγαράδικο, ανήκει ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (ουσιαστικοποιημένο) σφουγγαράδικο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σφουγγαράς και σφουγγάρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία σφουγγαράδικος
|