Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συνδαύλιση οι συνδαυλίσεις
      γενική της συνδαύλισης* των συνδαυλίσεων
    αιτιατική τη συνδαύλιση τις συνδαυλίσεις
     κλητική συνδαύλιση συνδαυλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνδαυλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνδαύλιση < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συνδαύλι(σις) (μαρτυρείται από το 1857) [1] + -ση < συνδαυλίζω, συνδαυλι- + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /sinˈða.vli.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συν‐δαύ‐λι‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συνδαύλιση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 954, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου