συνδαύλισις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συνδαύλισις (μαρτυρείται από το 1857) [1] < → και δείτε τη λέξη συνδαύλιση
Ουσιαστικό επεξεργασία
συνδαύλισις, -εως θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 954, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου