συναγωνιστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συναγωνιστής < αρχαία ελληνική συναγωνιστής < συναγωνίζομαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συναγωνιστής αρσενικό (θηλυκό: συναγωνίστρια)
- αυτός που συναγωνίζεται
- αυτός που αγωνίζεται (σε πολιτικό, ιδεολογικό ή άλλο επίπεδο), ως προς τους άλλους που αγωνίζονται μαζί του
- (ειδικότερα) προσφώνηση των παραπάνω αγωνιστών μεταξύ τους
Μεταφράσεις
επεξεργασία
συναγωνιστής