↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συμβασιοκρατικός η συμβασιοκρατική το συμβασιοκρατικό
      γενική του συμβασιοκρατικού της συμβασιοκρατικής του συμβασιοκρατικού
    αιτιατική τον συμβασιοκρατικό τη συμβασιοκρατική το συμβασιοκρατικό
     κλητική συμβασιοκρατικέ συμβασιοκρατική συμβασιοκρατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συμβασιοκρατικοί οι συμβασιοκρατικές τα συμβασιοκρατικά
      γενική των συμβασιοκρατικών των συμβασιοκρατικών των συμβασιοκρατικών
    αιτιατική τους συμβασιοκρατικούς τις συμβασιοκρατικές τα συμβασιοκρατικά
     κλητική συμβασιοκρατικοί συμβασιοκρατικές συμβασιοκρατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συμβασιοκρατικός < συμβασιοκρατία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conventionalist)

  Επίθετο

επεξεργασία

συμβασιοκρατικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία