συμβασιοκρατικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβασιοκρατικός < συμβασιοκρατία + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conventionalist)
Επίθετο
επεξεργασίασυμβασιοκρατικός, -ή, -ό
- (φιλοσοφία, μαθηματικά) που έχει σχέση με τη συμβασιοκρατία ή τον συμβασιοκράτη ή αναφέρεται σ’ αυτά
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβασιοκρατικός