συμβασιοκράτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συμβασιοκράτης < συμβασιοκρατία + -κράτης (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική conventionalist)
Ουσιαστικό
επεξεργασίασυμβασιοκράτης αρσενικό ή θηλυκό
- (φιλοσοφία) οπαδός της συμβασιοκρατίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία συμβασιοκράτης