συμβασιοκράτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συμβασιοκράτης < (αρχαία ελληνική, 'καθαρεύουσα') σύμβασι(ς) (σύμβαση) + -ο- + -κράτης
Ουσιαστικό επεξεργασία
συμβασιοκράτης αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
συμβασιοκράτης
|