συγκάτοχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συγκάτοχος < συγ- + κάτοχος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική copossesseur
Ουσιαστικό επεξεργασία
συγκάτοχος αρσενικό ή θηλυκό
- που κατέχει μαζί με άλλους, από κοινού
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
συγκάτοχος
|