Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόκολο τα στόκολα
      γενική του στόκολου των στόκολων
    αιτιατική το στόκολο τα στόκολα
     κλητική στόκολο στόκολα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στόκολο < αγγλική stokehold < stoke + hold

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στόκολο ουδέτερο

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία