στόκολο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στόκολο | τα | στόκολα |
γενική | του | στόκολου | των | στόκολων |
αιτιατική | το | στόκολο | τα | στόκολα |
κλητική | στόκολο | στόκολα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στόκολο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) το λεβητοστάσιο ενός πλοίου
- Μηχανικός στη μηχανή και ναύτης στο τιμόνι / κι ο θερμαστής στο στόκολο μ’ έξι φωτιές μαλώνει. (Από το τραγούδι «Ο θερμαστής» σε στίχους και μουσική του Γιώργου Μπάτη)
- Ο παπαγάλος σού ’στειλε στερνή φορά το γεια σου / κι απάντησε απ’ το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής, / πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου / κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς. (Νίκος Καββαδίας, Εσμεράλδα)
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
στόκολο