↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λεβητοστάσιο τα λεβητοστάσια
      γενική του λεβητοστάσιου
λεβητοστασίου
των λεβητοστάσιων
λεβητοστασίων
    αιτιατική το λεβητοστάσιο τα λεβητοστάσια
     κλητική λεβητοστάσιο λεβητοστάσια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
λεβητοστάσιο < λέβητ(ας) + -ο- + -στάσιο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

λεβητοστάσιο ουδέτερο

  • (τεχνολογία) ο ιδιαίτερος χώρος (δωμάτιο ή άλλη εγκατάσταση) όπου είναι εγκατεστημένοι οι λέβητες
    ⮡  πλημμύρισε το λεβητοστάσιο της πολυκατοικίας και χάλασε η κεντρική θέρμανση

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία