Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στιλιζαρισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Αντώνυμα
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στιλιζαρισμέν
ος
η
στιλιζαρισμέν
η
το
στιλιζαρισμέν
ο
γενική
του
στιλιζαρισμέν
ου
της
στιλιζαρισμέν
ης
του
στιλιζαρισμέν
ου
αιτιατική
τον
στιλιζαρισμέν
ο
τη
στιλιζαρισμέν
η
το
στιλιζαρισμέν
ο
κλητική
στιλιζαρισμέν
ε
στιλιζαρισμέν
η
στιλιζαρισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στιλιζαρισμέν
οι
οι
στιλιζαρισμέν
ες
τα
στιλιζαρισμέν
α
γενική
των
στιλιζαρισμέν
ων
των
στιλιζαρισμέν
ων
των
στιλιζαρισμέν
ων
αιτιατική
τους
στιλιζαρισμέν
ους
τις
στιλιζαρισμέν
ες
τα
στιλιζαρισμέν
α
κλητική
στιλιζαρισμέν
οι
στιλιζαρισμέν
ες
στιλιζαρισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στιλιζαρισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στιλιζάρω
Αντώνυμα
επεξεργασία
αστιλιζάριστος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στιλιζαρισμένος