στιλιζάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία el
επεξεργασία
- στιλιζάρω < γαλλική styliser < style + -iser < μέση γαλλική stile < παλαιά γαλλική estile < λατινική stilus
Ρήμα
επεξεργασία
στιλιζάρω (παθητική φωνή: στιλιζάρομαι)
- αναπαριστώ κάτι μ’ ένα συγκεκριμένο στιλ, τυποποιημένα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αστιλιζάριστος
- στιλιζάρισμα
- στιλιζαρισμένος
- στιλιζέ
- → δείτε τη λέξη στιλ