↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αστιλιζάριστος η αστιλιζάριστη το αστιλιζάριστο
      γενική του αστιλιζάριστου της αστιλιζάριστης του αστιλιζάριστου
    αιτιατική τον αστιλιζάριστο την αστιλιζάριστη το αστιλιζάριστο
     κλητική αστιλιζάριστε αστιλιζάριστη αστιλιζάριστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αστιλιζάριστοι οι αστιλιζάριστες τα αστιλιζάριστα
      γενική των αστιλιζάριστων των αστιλιζάριστων των αστιλιζάριστων
    αιτιατική τους αστιλιζάριστους τις αστιλιζάριστες τα αστιλιζάριστα
     κλητική αστιλιζάριστοι αστιλιζάριστες αστιλιζάριστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αστιλιζάριστος < α- + στιλιζάρω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αστιλιζάριστος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αστιλιζάριστος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)