↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στιβάνι τα στιβάνια
      γενική του στιβανιού των στιβανιών
    αιτιατική το στιβάνι τα στιβάνια
     κλητική στιβάνι στιβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιβάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στιβάνι, (→ δείτε  στιβάλι)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /stiˈva.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στι‐βά‐νι

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιβάνι ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στιβάνι < (άμεσο δάνειο) βενετική stivali ή βενετική stivai με επίδραση του ρήματος μεσαιωνική ελληνική βάνω[1]

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στιβάνι ουδέτερο

  • (υπόδηση) είδος μπότας
    ※  16ος/17ος αιώνας Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Δ' στίχ. 780 (779-780) σελ. 249 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 208, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
    Καταρδινιάζει μιὰν αὐγὴν, κρυφὴ γραφὴν τοῦ κάνει,
    καὶ κάτω τὸ στιβάνι του εἰς ταῖς ῥαφαῖς τὴν βάνει.
    ※  17ος/18ος αιώνας, Πέτρος Κατσαΐτης, Ιφιγένεια, Πράξη Πέμπτη, στίχ. 700 (700-704)
    γιατί, σᾶς τάσσω, θὲ νὰ μπῶ μʼ ὅλα μου τὰ στιβάνια
    νὰ δώσω μιὰ ξετυλωσιὰ a dritta e roversa,
    νὰ τὰ ἰμπαρκάρω ὁλάκερα στὰ σωθικά μου μέσα·
    νὰ ξεδιπλώσω τὴν κοιλιά, καλὰ νὰ τὴν χορτάσω
    ἀπὸ πολλῶν λογιῶν φαγιά, ἂν ἤξερα νὰ σκάσω.
    Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 101

Κλιτικοί τύποι

επεξεργασία
  • στιβάνια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Εμμανουήλ Κριαράς, Μεσαιωνικά Μελετήματα Γραμματεία και γλώσσα Β΄, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 392