στιβάνι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στιβάνι | τα | στιβάνια |
γενική | του | στιβανιού | των | στιβανιών |
αιτιατική | το | στιβάνι | τα | στιβάνια |
κλητική | στιβάνι | στιβάνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιβάνι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική στιβάνι, (→ δείτε στιβάλι)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /stiˈva.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : στι‐βά‐νι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιβάνι ουδέτερο
- (υπόδηση, ιδιωματικό) άλλη μορφή του στιβάλι
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στιβάνι
|
Πηγές
επεξεργασία- Κασσωτάκης Μιχάλης, (2021), Το γλωσσικό ιδίωμα των κατοίκων του οροπεδίου Λασιθίου, Αθήνα: Έκδοση του Συνδέσμου Λασιθιωτών Ηρακλείου «ΤΟ ΟΡΟΠΕΔΙΟ», (αρχική έκδοση 2018) pdf σελ.722
- στιβάνι σελ.6694 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- στιβάλι & στιβάνι - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Ετυμολογία
επεξεργασία- στιβάνι < (άμεσο δάνειο) βενετική stivali ή βενετική stivai με επίδραση του ρήματος μεσαιωνική ελληνική βάνω[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστιβάνι ουδέτερο
- (υπόδηση) είδος μπότας
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Δ' στίχ. 780 (779-780) σελ. 249 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 208, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
- Καταρδινιάζει μιὰν αὐγὴν, κρυφὴ γραφὴν τοῦ κάνει,
καὶ κάτω τὸ στιβάνι του εἰς ταῖς ῥαφαῖς τὴν βάνει.
- Καταρδινιάζει μιὰν αὐγὴν, κρυφὴ γραφὴν τοῦ κάνει,
- ※ 17ος/18ος αιώνας, ⌘ Πέτρος Κατσαΐτης, Ιφιγένεια, Πράξη Πέμπτη, στίχ. 700 (700-704)
- γιατί, σᾶς τάσσω, θὲ νὰ μπῶ μʼ ὅλα μου τὰ στιβάνια
νὰ δώσω μιὰ ξετυλωσιὰ a dritta e roversa,
νὰ τὰ ἰμπαρκάρω ὁλάκερα στὰ σωθικά μου μέσα·
νὰ ξεδιπλώσω τὴν κοιλιά, καλὰ νὰ τὴν χορτάσω
ἀπὸ πολλῶν λογιῶν φαγιά, ἂν ἤξερα νὰ σκάσω.- Εμμανουήλ Κριαράς, Κατσαΐτης: Ιφιγένεια - Θύεστης, Κλαθμός Πελοποννήσου, ανέκδοτα έργα. Κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και γλωσσάριο, Αθήνα 1950, (1η έκδοση), σελ. 101
- γιατί, σᾶς τάσσω, θὲ νὰ μπῶ μʼ ὅλα μου τὰ στιβάνια
- ※ 16ος/17ος αιώνας ⌘ Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, Δ' στίχ. 780 (779-780) σελ. 249 Νικόλαος Γλυκύς, Εν Βενετία: Παρά Νικολάω Γλυκεί τω εξ Ιωαννίνων, 1813 / σελ. 208, Εν Βενετία: Εκ του τυπογραφείου του Αγίου Γεωργίου, 1860.
Κλιτικοί τύποι
επεξεργασία- στιβάνια (ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού)
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Εμμανουήλ Κριαράς, Μεσαιωνικά Μελετήματα Γραμματεία και γλώσσα Β΄, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 392