Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
στηριγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Δείτε επίσης
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
στηριγμέν
ος
η
στηριγμέν
η
το
στηριγμέν
ο
γενική
του
στηριγμέν
ου
της
στηριγμέν
ης
του
στηριγμέν
ου
αιτιατική
τον
στηριγμέν
ο
τη
στηριγμέν
η
το
στηριγμέν
ο
κλητική
στηριγμέν
ε
στηριγμέν
η
στηριγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
στηριγμέν
οι
οι
στηριγμέν
ες
τα
στηριγμέν
α
γενική
των
στηριγμέν
ων
των
στηριγμέν
ων
των
στηριγμέν
ων
αιτιατική
τους
στηριγμέν
ους
τις
στηριγμέν
ες
τα
στηριγμέν
α
κλητική
στηριγμέν
οι
στηριγμέν
ες
στηριγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
στηριγμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
στελεχώνω
Δείτε επίσης
επεξεργασία
καλοστηριγμένος
υποστηριγμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
στηριγμένος
γαλλικά
:
étayé
(fr)