↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεόραμα τα στερεοράματα
      γενική του στερεοράματος των στερεοραμάτων
    αιτιατική το στερεόραμα τα στερεοράματα
     κλητική στερεόραμα στερεοράματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεόραμα (νεολογισμός) < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική stereovision.(Χρειάζεται τεκμηρίωση…) Μορφολογικά αναλύεται σε στερε- (< στερεός στη σημασία της γεωμετρίας) + όραμα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.ɾeˈo.ɾa.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: στε‐ρε‐ό‐ρα‐μα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεόραμα ουδέτερο

  1. τεχνική απεικόνισης που δίνει την εντύπωση τριών διαστάσεων, δηλαδή βάθους και όγκου
    χρειάζεται παράθεμα
  2. (φωτογραφία) συνδυασμένη εικόνα δύο στερεοφωτογραφιών
    ※  Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
    (φωτ.) εικόνα που προκύπτει από την εξέταση ζεύγους επικαλυπτόμενων στερεοφωτογραφιών προσανατολισμένων κατά τον ίδιο με τη λήψη τρόπο.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
    ΣτΕ: χωρίς ετυμολογία.