Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στερεοφωτογραφία οι στερεοφωτογραφίες
      γενική της στερεοφωτογραφίας των στερεοφωτογραφιών
    αιτιατική τη στερεοφωτογραφία τις στερεοφωτογραφίες
     κλητική στερεοφωτογραφία στερεοφωτογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

στερεοφωτογραφία < στερεό + φωτογραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

στερεοφωτογραφία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία