στερεογραφία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στερεογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική stéréographie < αρχαία ελληνική στερεός + γράφω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαστερεογραφία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- στερεογραφικός
- στερεογραφόμετρο
- → δείτε τις λέξεις στερεός και γράφω
Μεταφράσεις
επεξεργασία στερεογραφία
Πηγές
επεξεργασία- στερεογραφία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- στερεογραφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)