↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στερεογραφόμετρο τα στερεογραφόμετρα
      γενική του στερεογραφόμετρου
στερεογραφομέτρου
των στερεογραφόμετρων
στερεογραφομέτρων
    αιτιατική το στερεογραφόμετρο τα στερεογραφόμετρα
     κλητική στερεογραφόμετρο στερεογραφόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
στερεογραφόμετρο < στερεογραφία + -ο- + μέτρο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

στερεογραφόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία