στενογραφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- στενογραφία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική sténographie < αρχαία ελληνική στενός + γράφω
Ουσιαστικό επεξεργασία
στενογραφία θηλυκό
- η γρήγορη και ακριβής μεταφορά του προφορικού λόγου σε μορφή κειμένου. Κάθε λέξη του κειμένου αναπαριστάται ως ξεχωριστός χαρακτήρας και όλα τα σημεία στίξης παραλείπονται εκτός του ερωτηματικού.
Συγγενικά επεξεργασία
- στενογράφηση
- στενογραφικά
- στενογραφικός
- στενογράφος
- στενογραφώ
- → δείτε τις λέξεις στενός και γράφω
Μεταφράσεις επεξεργασία
στενογραφία