στενογραφώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενογραφώ < στενογραφία + -ώ
Ρήμα
επεξεργασίαστενογραφώ
- καταγράφω με στενογραφία σε γραπτό κείμενο γρήγορα και με ακρίβεια τον προφορικό λόγο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις στενογραφία, στενός και γράφω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | στενογραφώ | στενογραφούσα | θα στενογραφώ | να στενογραφώ | στενογραφώντας | |
β' ενικ. | στενογραφείς | στενογραφούσες | θα στενογραφείς | να στενογραφείς | (στενογράφει) | |
γ' ενικ. | στενογραφεί | στενογραφούσε | θα στενογραφεί | να στενογραφεί | ||
α' πληθ. | στενογραφούμε | στενογραφούσαμε | θα στενογραφούμε | να στενογραφούμε | ||
β' πληθ. | στενογραφείτε | στενογραφούσατε | θα στενογραφείτε | να στενογραφείτε | στενογραφείτε | |
γ' πληθ. | στενογραφούν(ε) | στενογραφούσαν(ε) | θα στενογραφούν(ε) | να στενογραφούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | στενογράφησα | θα στενογραφήσω | να στενογραφήσω | στενογραφήσει | ||
β' ενικ. | στενογράφησες | θα στενογραφήσεις | να στενογραφήσεις | στενογράφησε | ||
γ' ενικ. | στενογράφησε | θα στενογραφήσει | να στενογραφήσει | |||
α' πληθ. | στενογραφήσαμε | θα στενογραφήσουμε | να στενογραφήσουμε | |||
β' πληθ. | στενογραφήσατε | θα στενογραφήσετε | να στενογραφήσετε | στενογραφήστε | ||
γ' πληθ. | στενογράφησαν στενογραφήσαν(ε) |
θα στενογραφήσουν(ε) | να στενογραφήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω στενογραφήσει | είχα στενογραφήσει | θα έχω στενογραφήσει | να έχω στενογραφήσει | ||
β' ενικ. | έχεις στενογραφήσει | είχες στενογραφήσει | θα έχεις στενογραφήσει | να έχεις στενογραφήσει | ||
γ' ενικ. | έχει στενογραφήσει | είχε στενογραφήσει | θα έχει στενογραφήσει | να έχει στενογραφήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε στενογραφήσει | είχαμε στενογραφήσει | θα έχουμε στενογραφήσει | να έχουμε στενογραφήσει | ||
β' πληθ. | έχετε στενογραφήσει | είχατε στενογραφήσει | θα έχετε στενογραφήσει | να έχετε στενογραφήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν στενογραφήσει | είχαν στενογραφήσει | θα έχουν στενογραφήσει | να έχουν στενογραφήσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία στενογραφώ