στενογραφικά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- στενογραφικά < στενογραφικός + -ά
Επίρρημα
επεξεργασίαστενογραφικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία στενογραφικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαστενογραφικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του στενογραφικό