Ετυμολογία

επεξεργασία
sténographie < → δείτε τις λέξεις sténo- και -graphie

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ste.nɔ.ɡʁa.fi/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sténographie sténographies

sténographie (fr) θηλυκό