σταυροαναστάσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σταυροαναστάσιμος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σταυροαναστάσιμος[1] [2] < αρχαία ελληνική σταυρός + ελληνιστική κοινή ἀναστάσιμος < αρχαία ελληνική ἀνίστημι < ἵστημι
Επίθετο
επεξεργασίασταυροαναστάσιμος, -η, -ο
- (θρησκεία, χριστιανισμός) που έχει σχέση με τη σταύρωση και ανάσταση του Χριστού ή αναφέρεται σ’ αυτές
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σταυροαναστάσιμος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σταυροαναστάσιμος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- ↑ σταυροαναστάσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)