Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σταλμένος η σταλμένη το σταλμένο
      γενική του σταλμένου της σταλμένης του σταλμένου
    αιτιατική τον σταλμένο τη σταλμένη το σταλμένο
     κλητική σταλμένε σταλμένη σταλμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σταλμένοι οι σταλμένες τα σταλμένα
      γενική των σταλμένων των σταλμένων των σταλμένων
    αιτιατική τους σταλμένους τις σταλμένες τα σταλμένα
     κλητική σταλμένοι σταλμένες σταλμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταλμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου στέλνω

  Μετοχή επεξεργασία

σταλμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία