↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπόριμος η σπόριμη το σπόριμο
      γενική του σπόριμου της σπόριμης του σπόριμου
    αιτιατική τον σπόριμο τη σπόριμη το σπόριμο
     κλητική σπόριμε σπόριμη σπόριμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπόριμοι οι σπόριμες τα σπόριμα
      γενική των σπόριμων των σπόριμων των σπόριμων
    αιτιατική τους σπόριμους τις σπόριμες τα σπόριμα
     κλητική σπόριμοι σπόριμες σπόριμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σπόριμος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σπόριμος < → δείτε τη λέξη σπόρος σπορ- + -ιμος

  Επίθετο

επεξεργασία

σπόριμος, -η, -ο

  • (λόγιο) κατάλληλος για να σπαρθεί
    1. ⮡  (για φυτό, σπόρο) σπόριμο φυτό
    2. ⮡  (για γη) σπόριμο χωράφι
    3. ⮡  (για εποχή) σπόριμη εποχή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)