σπόδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | σπόδιον | τὰ | σπόδιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | σποδίου | τῶν | σποδίων | ||||
δοτική | τῷ | σποδίῳ | τοῖς | σποδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | σπόδιον | τὰ | σπόδιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | σπόδιον | σπόδιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σποδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | σποδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπόδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σποδ(ός) στη σημασία: κατάλοιπα μετάλλων + υποκοριστικό επίθημα -ιον
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: σπόδιο με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπόδιον, -ου ουδέτερο (ελληνιστική κοινή)
- κατάλοιπα οξείδωσης, σκουριές από μέταλλα
- ※ 1ος πκε/κε αιώνας ⌘ Στράβων, Γεωγραφικά, 3.4, 15 @perseus.tufts.edu
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη σποδός
Πηγές
επεξεργασία- σπόδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.