Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σπόδιο τα σπόδια
      γενική του σπόδιου
σποδίου
των σπόδιων
σποδίων
    αιτιατική το σπόδιο τα σπόδια
     κλητική σπόδιο σπόδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπόδιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σπόδι(ον) + -ο, υποκοριστικό για την αρχαία ελληνική σποδός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈspo.ði.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπό‐δι‐ο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπόδιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • σπόδιο (-ίου) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)