Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σπρωγμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
σπρωγμέν
ος
η
σπρωγμέν
η
το
σπρωγμέν
ο
γενική
του
σπρωγμέν
ου
της
σπρωγμέν
ης
του
σπρωγμέν
ου
αιτιατική
τον
σπρωγμέν
ο
τη
σπρωγμέν
η
το
σπρωγμέν
ο
κλητική
σπρωγμέν
ε
σπρωγμέν
η
σπρωγμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
σπρωγμέν
οι
οι
σπρωγμέν
ες
τα
σπρωγμέν
α
γενική
των
σπρωγμέν
ων
των
σπρωγμέν
ων
των
σπρωγμέν
ων
αιτιατική
τους
σπρωγμέν
ους
τις
σπρωγμέν
ες
τα
σπρωγμέν
α
κλητική
σπρωγμέν
οι
σπρωγμέν
ες
σπρωγμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
σπρωγμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
σπρώχνω
Μετοχή
επεξεργασία
σπρωγμένος, -η, -ο
που έχει
σπρωχτεί
Αντώνυμα
επεξεργασία
άσπρωχτος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σπρωγμένος
αγγλικά
:
pushed
(en)
,
shoved
(en)