σπουργίτης
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- σπουργίτης < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική σπουργίτης < ανάπτυξη προτακτικού σ- + αρχαία ελληνική πυργίτης από τη φράση «στρουθός πυργίτης», (λόγω της συνήθειας των πουλιών να φωλιάζουν σε κοιλώματα και τρύπες τειχών και πύργων) με τροπή [i] > [u] < πύργ(ος) + -ίτης[1] Το προτακτικό [s], από συμπροφορά με το άρθρο στην αιτιατική πληθυντικού ([tus p...] > [tusp..] > [tus sp...][2]
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /spuɾˈʝi.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπουρ‐γί‐της
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
σπουργίτης αρσενικό
- (πτηνό) άλλη μορφή του σπουργίτι
- ※ Μέσα σ’ αὐτὰ τὰ γέλια ὁ Καλογιάννης θυμήθηκε τὸ «Τσιριτρό» κι ἄρχισε νὰ τραγουδῆ [...]
- Σὲ μιὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι
- ἔπεσαν ὀχτὼ σπουργῖτες
- καὶ τρωγόπιναν οἱ φίλοι...
- τσίρι-τίρι, τσιριτρό, τσιριτρί, τσιριτρό
- Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τα ψηλά βουνά, 1918. κεφ.3. Μελοποιημένο: παρτιτούρα, ήχος στη Βικιθήκη
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
σπουργίτης
|
Επεξεργασία
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- ↑ σπουργίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.