Δείτε επίσης: πυργῖτις
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
πυργῑτα-
ονομαστική πυργίτης οἱ πυργῖται
      γενική τοῦ πυργίτου τῶν πυργιτῶν
      δοτική τῷ πυργίτ τοῖς πυργίταις
    αιτιατική τὸν πυργίτην τοὺς πυργίτᾱς
     κλητική ! πυργῖτ πυργῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πυργίτ
γεν-δοτ τοῖν  πυργίταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι μακρό.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πυργίτης < πύργ(ος) + -ίτης

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πυργίτης [ ῑ ] αρσενικό (θηλυκό πυργῖτις)