σπλαγχνολογικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπλαγχνολογικός < σπλαγχνολογ(ία) + -ικός
Επίθετο
επεξεργασίασπλαγχνολογικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τη σπλαγχνολογία ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις σπλαγχνολογία, σπλάγχνο και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπλαγχνολογικός