σπλαγχνολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- σπλαγχνολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική splanchnology + -ία < αρχαία ελληνική σπλάγχνον + λέγω
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπλαγχνολογία θηλυκό
- (ιατρική) επιστημονικός υποκλάδος της ανατομίας που μελετά τα σπλάγχνα (σπλήνα, καρδιά, πνεύμονες κ.λπ.)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- σπλαγχνολογικός
- σπλαγχνολόγος
- → δείτε τις λέξεις σπλάχνο και λέγω
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπλαγχνολογία