Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σπλαγχνολογία οι σπλαγχνολογίες
      γενική της σπλαγχνολογίας των σπλαγχνολογιών
    αιτιατική τη σπλαγχνολογία τις σπλαγχνολογίες
     κλητική σπλαγχνολογία σπλαγχνολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπλαγχνολογία < σπλάχν(ο) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σπλαγχνολογία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία