σπιράγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σπιράγιο | τα | σπιράγια |
γενική | του | σπιράγιου | των | σπιράγιων |
αιτιατική | το | σπιράγιο | τα | σπιράγια |
κλητική | σπιράγιο | σπιράγια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- σπιράγιο < ιταλική spiraglio < λατινική spiraculum < spiro
Ουσιαστικό
επεξεργασίασπιράγιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ιδιωματισμός) είδος φωταγωγού, φεγγίτη ή αεραγωγού σε πλοία
Μεταφράσεις
επεξεργασία σπιράγιο
|