Ετυμολογία

επεξεργασία
spiro < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)peys- (“αναπνέω”). Συγγενές με το (αγγλοσαξονικά) fisting και το (αλβανικά) fryj (“αναπνέω”)

spiro

  1. αναπνέω
  2. φυσώ
  3. (συνεκδοχικά) ζω
  4. εμπνέομαι
  5. σχεδιάζω