σπερμοδόχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /speɾ.moˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μο‐δό‐χος
Επίθετο επεξεργασία
σπερμοδόχος, -ος/-α, -ο
Μεταφράσεις επεξεργασία
σπερμοδόχος
→ δείτε τη λέξη σπερματοδόχος |
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σπερμοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας