Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπερμοδόχος η σπερμοδόχος
σπερμοδόχα
το σπερμοδόχο
      γενική του σπερμοδόχου της σπερμοδόχου
σπερμοδόχας
του σπερμοδόχου
    αιτιατική τον σπερμοδόχο τη σπερμοδόχο
σπερμοδόχα
το σπερμοδόχο
     κλητική σπερμοδόχε σπερμοδόχε
σπερμοδόχα
σπερμοδόχο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπερμοδόχοι οι σπερμοδόχοι
σπερμοδόχες
τα σπερμοδόχα
      γενική των σπερμοδόχων των σπερμοδόχων των σπερμοδόχων
    αιτιατική τους σπερμοδόχους τις σπερμοδόχους
σπερμοδόχες
τα σπερμοδόχα
     κλητική σπερμοδόχοι σπερμοδόχοι
σπερμοδόχες
σπερμοδόχα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπερμοδόχος < σπερμο- + -δόχος, (απόδοση) αγγλική seminal cyst[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /speɾ.moˈðo.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σπερ‐μο‐δό‐χος

  Επίθετο επεξεργασία

σπερμοδόχος, -ος/-α, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία