σπερματοδόχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /speɾ.ma.toˈðo.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σπερ‐μα‐το‐δό‐χος
Επίθετο
επεξεργασίασπερματοδόχος, -ος/-α, -ο
- που δέχεται το σπέρμα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία σπερματοδόχος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 919, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ σπερματοδόχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας