σπαρτιατικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σπαρτιατικός < (ελληνιστική κοινή) σπαρτιατικός
Επίθετο επεξεργασία
σπαρτιατικός, -ή, -ό και σπαρτιάτικος
- που αναφέρεται ή ανήκει στη Σπάρτη
- ο σπαρτιατικός στρατός
- αυτός που σχετίζεται με τον τρόπο ζωής των αρχαίων Σπαρτιατών, δηλαδή ο λιτός, απέριττος, σκληρός, σκληραγωγημένος, φτωχικός
- δεν υπήρχε χρήμα και τη βγάλαμε σπαρτιάτικα
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη Σπαρτιάτης
Μεταφράσεις επεξεργασία
που σχετίζεται με τη Σπάρτη