Δείτε επίσης: σπαρτιάτικος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σπαρτιατικός η σπαρτιατική το σπαρτιατικό
      γενική του σπαρτιατικού της σπαρτιατικής του σπαρτιατικού
    αιτιατική τον σπαρτιατικό τη σπαρτιατική το σπαρτιατικό
     κλητική σπαρτιατικέ σπαρτιατική σπαρτιατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σπαρτιατικοί οι σπαρτιατικές τα σπαρτιατικά
      γενική των σπαρτιατικών των σπαρτιατικών των σπαρτιατικών
    αιτιατική τους σπαρτιατικούς τις σπαρτιατικές τα σπαρτιατικά
     κλητική σπαρτιατικοί σπαρτιατικές σπαρτιατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

σπαρτιατικός < (ελληνιστική κοινή) σπαρτιατικός

  Επίθετο επεξεργασία

σπαρτιατικός, -ή, -ό και σπαρτιάτικος

  1. που αναφέρεται ή ανήκει στη Σπάρτη
    ο σπαρτιατικός στρατός
  2. αυτός που σχετίζεται με τον τρόπο ζωής των αρχαίων Σπαρτιατών, δηλαδή ο λιτός, απέριττος, σκληρός, σκληραγωγημένος, φτωχικός
    δεν υπήρχε χρήμα και τη βγάλαμε σπαρτιάτικα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

→ δείτε τη λέξη Σπαρτιάτης

  Μεταφράσεις επεξεργασία